- καλούδια
- τα гостинцы, подарки (особенно детям)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλούδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Τριχωνίδας, 60 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. * * * το συν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
καλούδι — το καλά πράγματα, δώρα που προξενούν ευχαρίστηση: Στη γιορτή της της έφερε του κόσμου τα καλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)